- παράσειρος
- -η, -ο / παράσειρος, -ον, ΝΑ(για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια τού κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόροςαρχ.1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου2. μτφ. σύντροφος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παράσειραοι κοιλότητες τού στόματος στις δύο πλευρές τής γλώσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -σειρος (< σειρά), πρβλ. ά-σειρος].
Dictionary of Greek. 2013.